ξανθός

ξανθός
ξανθός
Grammatical information: adj.
Meaning: `yellow, goldyellow, reddish, brownish, blond', of hairs (Il.), also of other objects (posthom.); on the meaning Capelle RhM 101, 21 f.; myk. ka-sa-to als EN, vgl. Gallavotti Par. del Pass. 12, 10f.
Dialectal forms: Myc. kasato as PN, cf. Gallavotti Par. del Pass. 12, 10f.
Compounds: Compp., e. g. ξανθο-κόμης (-ος) `blondhaired' (Hes., Pi.), ἐπί-ξανθος `almost yellow, yellowish' (X., Thphr.; Strömberg Prefix Studies 105) beside ἐπι-ξανθίζομαι `become yellowish, brornish' (Pherecr.).
Derivatives: 1. Ξάνθος m. name of a river, a town, a person, a horse (Il., with opposit. accent); 2. ξάνθη f. name of a yellow stone (Thphr.); 3. ξάνθιον n. name of a plant, which was used to make hairs blond (Dsc., Gal.; Strömberg Pfl.namen 23); 4. ξανθότης, -ητος f. `yellow colour, blindness' (Str.); 5. Denomin. verbs: a. ξανθίζω 'make, be ξ.' (Com., LXX) with ξάνθ-ισις, -ισμός `yellow coloured' (medic.), ξανθίσματα (κόμης, χαίτης) `blond curls' (E. Fr. 322, AP) ; b. ξανθόομαι, -όω 'besome, paint ξ.' (Dsc.) with ξάνθωσις (Ps.-Democr. Alch.); c. ξανθύνομαι `id.' (Thphr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. On the proposed, in any case very remote cognateship with Lat. cānus `grey(white)' s. W.-Hofmann s.v., also WP. 1, 358, Pok. 533. Little value has the comparison with Etr. zamθic supposedly `of gold' (Brandenstein P.-W. 7 n, 1919), with which Heubeck Würzb. Jb. 4, 202 wants to draw also Σκάμανδρος. -- Cf. ξουθός. The word may be Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξανθός, -ή — και ιά, ό 1. ο κιτρινωπός, ο χρυσοειδής. 2. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης: Με καλεί, έλα και συ, δίπλα στο ξανθό παιδί και κοιμήσου (Βιζυηνός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξανθός — yellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξάνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • ξάνθος — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθος, Εμμανουήλ — (Πάτμος 1772 – Αθήνα 1852). Ένας από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Μετά τις μέτριες μάλλον σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του ξενιτεύτηκε στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε κάποια εμπορική επιχείρηση. Το 1810… …   Dictionary of Greek

  • Ξάνθος, Μάρκος — (; – Κάρυστος 1932). Καραγκιοζοπαίχτης από την Κρήτη. Μαθητής ενός άλλου διάσημου καραγκιοζοπαίχτη, του Μόλλα, έδινε παραστάσεις πολλά χρόνια στη συνοικία της Δεξαμενής στην Αθήνα, καθώς και σε περιοδίες στην ύπαιθρο. Τύπωσε περισσότερα από… …   Dictionary of Greek

  • ξανθά — ξανθός yellow neut nom/voc/acc pl ξανθά̱ , ξανθός yellow fem nom/voc/acc dual ξανθά̱ , ξανθός yellow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθότερον — ξανθός yellow adverbial comp ξανθός yellow masc acc comp sg ξανθός yellow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξανθαίνω — [ξανθός] 1. δίνω σε κάτι ξανθό χρώμα, μεταβάλλω κάτι σε ξανθό 2. τηγανίζω ή ψήνω κάτι ώσπου να πάρει ξανθό χρώμα 3. (αμτβ.) γίνομαι ξανθός, παίρνω ξανθό χρώμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”